δίποδο — το 1. ο άνθρωπος, επειδή έχει δύο πόδια 2. (με υβριστική σημασία) ανόητος, σαν ζώο 3. έπιπλο ή σκεύος με δύο στηρίγματα 4. τα πόδια τού ίππου κυρίως θεωρούμενα ανά δύο (α. «πρόσθιο δίποδο» β. «οπίσθιο δίποδο» γ. «πλάγιο δεξιό» δ. «πλάγιο… … Dictionary of Greek
Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… … Dictionary of Greek
ορεοπίθηκος — (oreopithecus). Γένος ανθρωποειδών πρωτενόντων ζώων, που έχουν εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε λιγνιτοφόρα στρώματα της βινδομπονίου βαθμίδας στο βουνό Μπάμπολι και στο Μπατσινέλο της επαρχίας Γκροσέτο της Τοσκάνης. Ύστερα από… … Dictionary of Greek
αλλόσαυρος — Γένος δεινοσαύρων, γιγαντιαίων ερπετών που έζησαν κατά τον μεσοζωικό αιώνα. Ήταν μεγαλόσωμος (6 10 μ. μήκος) με κοντά μπροστινά άκρα, που κατέληγαν σε νύχια αρπακτικού, ενώ τα πίσω άκρα του ήταν πολύ ανεπτυγμένα. Η ουρά του, βαριά και μακριά,… … Dictionary of Greek
μακροποδίδες — (macropodidae). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των μαρσιποφόρων, της υπόταξης των διπρωτοδόντιων. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικογένεια των μαρσιποφόρων, αλλά η πιο γνωστή επειδή περιλαμβάνει τα καγκουρό. Περιλαμβάνει περίπου 54 είδη, τα οποία… … Dictionary of Greek
δίποδος — η, ο αυτός που έχει δύο πόδια: Δίποδο ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτηνό — το πουλί, πετούμενο ζώο σπονδυλωτό δίποδο και ωοτόκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)